- καταφράκτης
- καταφράκτης, ὁ (Α) [καταφράσσω]1. ονομασία πανοπλίας που χρησιμοποιούσαν για τους ιππείς και για τα άλογα και που αποτελούνταν από ύφασμα ή δέρμα πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένα χάλκινα ελάσματα διατεταγμένα σαν φολίδες2. χειρουργικός επίδεσμος που έμοιαζε με την ομώνυμη πανοπλία.
Dictionary of Greek. 2013.